Δεν είμαστε «αυτόνομες
επαρχίες» (όπως στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ελβετία), ν’ αποφασίζει κάθε
Περιφερειακή Δ/νση, ή η Τ.Α., ανεξάρτητα από το Υπουργείο, τι Προγράμματα
Σπουδών θα εφαρμόσουν οι Σχολικές Μονάδες της αρμοδιότητάς της. Ακόμη η Εκπ/ση παρέχεται βάση Κεντρικού
Σχεδιασμού (όσο κι αν «έχουν αλλεργία» στον ορισμό και τη σοσιαλιστική
προέλευσή του) , από το Υπουργείο και το
συγκεκριμένο Πρόγραμμα ήταν ένας «σχεδιασμός» του 3ου ΠΕ.Κ.Ε.Σ., όχι του ΥΠΑΙΘ
και, ως εκ τούτου, μη υποχρεωτικό.
Η ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ του προκύπτει
και από τη δεύτερη παράγραφο, που αναφέρει ότι «οι Σ.τ.Δ. θα πρέπει να
συζητήσουν για τους τρόπους συμμετοχής τους στο πρόγραμμα …» και όλα τα προηγούμενα χρόνια που οι Σ.Μ.
υλοποιούσαν την Ομαλή Μετάβαση, οι Σ.τ.Δ. ήταν αυτοί που αποφασίζανε ποιον
τρόπο θα χρησιμοποιούσαν κάθε φορά.
Το έγγραφο αναφέρει
ότι η Ο. Μ. «εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ενοποίησης των προγραμμάτων
σπουδών της Εκπ/σης», κάνοντας μία λακωνική αναφορά στις «διαπιστωμένες
α-συνέχειες και ασάφειες στις μαθησιακές διαδικασίες ανάμεσα στις βαθμίδες, τα
Προγράμματα Σπουδών και την οργάνωση του σχολικού χωροχρόνου», και στο «άγχος
και την ανασφάλεια» που η μετάβαση προκαλεί. Λες και πρόκειται για
ουρανοκατέβατα αποτελέσματα, που με τη καταλυτική επίδραση των 3-4-5 κοινών
δράσεων θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Ότι δεν πρόκειται κακούς σχεδιασμούς εκπ/κής πολιτικής των εκάστοτε Υπουργείων (μάλλον
στοχευμένες εκπ/κές πολιτικές επιλογές των αστικών κυβερνήσεων), που συμπιέζουν
τη γνώση προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται στο Μέσο Όρο της
νοητικής συγκρότησης των μαθητών.
Αναφέρει επίσης για «συνεργασία
όλων των εμπλεκόμενων με τη μορφωτική και παιδαγωγική ανάπτυξη του παιδιού
φορέων» (Σ.Ε.Ε., Σ.τ.Δ., Σ. Γ.-Κ., ΚΕΣΥ, Τ.Α., Κοινωνικές Υπηρεσίες) και για
«ολιστική αντιμετώπιση προβλημάτων». Κατ’ αρχάς, η εμπλοκή της Τ.Α., και του Σχολικού Συμβουλίου είναι η μόνιμη επωδός
σε κάθε σχολική δράση, τα τελευταία χρόνια (διότι, πώς θα τους ζητήσεις
μελλοντικά, να αναλάβουν τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων, αν δεν τους δώσεις
νωρίτερα, ένα ψευδεπίγραφα δημοκρατικό βήμα λόγου στα σχολικά τεκταινόμενα;).
Κι ενώ είναι πάγιο αίτημα του εκπ/κού
κινήματος το άνοιγμα οργανικών θέσεων ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών,
νοσηλευτών, στις Σχολικές Μονάδες, καταντάει ανέκδοτο να περιμένουμε ότι οι
υποστελεχωμένες και ανύπαρκτες κοινωνικές δομές και υπηρεσίες θα βρούνε χρόνο
και προσωπικό να λύσει ελάσσονα προβλήματα ομαλής προσαρμογής των μαθητών στην
επόμενη βαθμίδα, όταν αδυνατεί να δώσει λύσεις σε κραυγαλέες ανάγκες
(υπο)στήριξης των μαθητών και των οικογενειών τους.
Και σε ποιο «κοινό χρόνο» θα συναντηθούν όλοι
αυτοί οι παράγοντες, μαζί και με τις 3μελείς Ομάδες Υποστήριξης; Εντός
ποιανού εργασιακού ωραρίου θα πραγματοποιηθούν οι ενημερωτικές συναντήσεις, τα
επιμορφωτικά σεμινάρια κι η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των εκπ/κών των
συνεχόμενων βαθμίδων, όταν ο φόρτος εργασίας είναι τέτοιος (αλλά κι οι έγνοιες
τη προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους), που δυσκολεύει την συνεργασία ακόμη
και των εκπ/κών της ίδιας Σ.Μ.;
Χώρια που η δράση
τελικά, δεν θα αφορά μόνο τις 3μελείς Ο. Υ., αλλά θα εμπλέκει κάποια στιγμή
όλους τους εκπ/κούς, όλων των ειδικοτήτων («διδασκαλία ενδεικτικών ωριαίων
μαθημάτων, από εκπ/κούς διαφόρων ειδικοτήτων»), κυρίως των μη κοινών, καθώς στα
κοινά αντικείμενα (Γυμναστική, Μουσική, Θεατρική Αγωγή, Ξένες Γλώσσες), η
μετάβαση είναι μάλλον ομαλή και όχι αγχωτική, κι οι ώρες τους λίγες για κοινά
προγράμματα και δράσεις. Άρα, μήπως το
ζητούμενο είναι τελικά, η «ομαλή εισαγωγή» στα φιλολογικά και φυσιογνωστικά
μαθήματα, με προσπάθεια να επεκταθεί η Κινητικότητα στις βαθμίδες εκπ/σης ακόμη
και στις μη κοινές ειδικότητες (μαζί με την ενοποίηση των προγραμμάτων
σπουδών, θυμηθείτε και την επιχειρούμενη αντιεπιστημονική ενοποίηση των
γνωστικών αντικειμένων και τις δεύτερες και τρίτες αναθέσεις)– διακαής πόθος όλων
των αστικών, κυβερνητικών επιτελείων, προς εξοικονόμηση
εκπ/κού προσωπικού; Μήπως γι αυτό και αναφέρεται ως ειδικός στόχος του
Προγράμματος «η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπ/κών, σε θέματα κατανόησης του
ενιαίου χαρακτήρα του εκπ/κού συστήματος»;
Γιατί στις
συναντήσεις των 3μελών, θα «παρουσιάζεται αναλυτικά το προφίλ των υπό μετάβαση
μαθητών»; Γιατί να «φακελώνονται»
απ’ τα μικράτα τους και να μην αντιμετωπίζονται ως «tabula rasa» και στην επόμενη εκπ/κή
βαθμίδα, όπου θα εγγράψουν κάθε νέα πληροφορία και με τις καινούριες εμπειρίες
θα «χτίσουν» πιο συνειδητά το Εγώ τους; Φαίνεται να κινείται στη σωστή κατ/νση
«ο εντοπισμός και η καταγραφή των περιπτώσεων των παιδιών που χρήζουν
ιδιαίτερης παιδαγωγικής και μαθησιακής αντιμετώπισης», πού είναι όμως οι άμεσες, επείγουσες και στοχευμένες παρεμβάσεις των
εργαλείων/υπηρεσιών/δομών της πολιτείας, από την πρώτη στιγμή που οι εκπ/κοί
εντοπίζουν τα προβλήματα που τελικά ακολουθούν τους μαθητές εφ’ όρου ζωής,
επειδή οι παρεμβάσεις είναι αποσπασματικές, ανεπαρκείς και δίνονται
καθυστερημένα; Κάπως έτσι δεν δημιουργείται
το portfolio
που ακολουθεί τον μαθητή σ’ όλη τη μαθητική του πορεία (με τις βαθμολογίες του,
τα επιλεγόμενα μαθήματα, προβλήματα μαθησιακά ή συμπεριφοράς), μέχρι να το
καταθέσει σε παν/μιο όπου θέλει να
φοιτήσει ή σε επιχείρηση όπου θέλει να εργαστεί;
Και στο κλείσιμο του
Προγράμματος, να και «η σύνταξη και αποστολή στο 3ο ΠΕ.Κ.Ε.Σ.,
σύντομων Εκθέσεων Αποτίμησης και Προτάσεων βελτίωσης (ατομικές, κοινές,
περιγραφικές, με δείκτες;) κι η Αξιολόγησή του (ακόμη και της ποιότητας των
προτάσεων και των συνεργασιών!)».
Σ/φοι,
από την πρώτη στιγμή
της δημιουργίας των Νέων Δομών Υποστήριξης Εκπ/κού Έργου, από τον Σύριζα,
είχαμε τοποθετηθεί, λέγοντας πως επιχειρείται
η αυτονόμηση της εκπ/κής διαδικασίας, με τα
ΠΕ.Κ.Ε.Σ. να μετατρέπονται σε μικρά Υπουργεία, που θα προσαρμόσουν την
εκπ/ση στις ανάγκες της κάθε τοπικής κοινωνίας και οικονομίας.
Το Υπουργείο μέσω των αυτόνομων δομών
αυτών, δημιουργεί κάθε τόσο υποομάδες, που τις επιφορτίζει με αρμοδιότητες/καθήκοντα
που δεν τις αναλογούν (θυμηθείτε τις Ομάδες Εκπ/κής Υποστήριξης και τα
Βραχυχρόνια Προγράμματα Παρέμβασης, τις Ομάδες Διαχείρισης Περιστατικών Κρίσεως
και τώρα αυτές, τις 3μελείς Ομάδες Υποστήριξης), καθώς ή άπτονται πεδίων
συγκεκριμένων ειδικοτήτων ή ήδη διεκπεραιώνονται με τρόπους που αποφασίζει ο
Σ.τ.Δ. , ως κυρίαρχο όργανο. Το μόνο που πετυχαίνει το Υπουργείο είναι να
φορτώσει με επιπλέον, ανούσιες συναντήσεις και συνεδριάσεις τους Συλλόγους των
Διδασκόντων.
Η προετοιμασία των μαθητών για
την επόμενη εκπ/κή βαθμίδα συντελείται όλη την προηγούμενη χρονιά, μέσα από
μία συνεχή, κοπιαστική, παιδαγωγική και μορφωτική διαδικασία. Η δε ομαλή
μετάβαση και προσαρμογή, απασχολεί το
σύνολο των εκπ/κών της νέας βαθμίδας κι επιδιώκεται κατά την αρχική,
μεταβατική περίοδο κάθε νέας σχολικής χρονιάς. Αν το Υπουργείο διαπιστώνει
α-συνέχειες και ασάφειες στην εκπ/κή διαδικασία και άγχος και ανασφάλεια στους
μαθητές, να ελαφρύνει και να βελτιώσει
ουσιαστικά τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα Προγράμματα Σπουδών και ν’ ανοίξει
τις απαραίτητες οργανικές θέσεις Ψυχολόγων, Κοινωνικών Λειτουργών, Νοσηλευτών,
Παιδαγωγών Ειδικής Αγωγής που έχει ανάγκη η Εκπ/ση και οι μαθητές μας.
Βάση του πιο πάνω
σκεπτικού, η Παράταξη της Αγωνιστικής Συσπείρωσης κάλεσε τους Σ.τ.Δ. να μην
προχωρήσουν στα βήματα που το 3ο ΠΕ.Κ.Ε.Σ. πρότεινε, για την
υλοποίηση του Προγράμματος της Ομαλής Μετάβασης.
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ